Δροσερό

Δροσερό
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 327 κάτ.) στην πρώην επαρχία Εορδαίας του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στα Β του νομού, ΒΔ της Πτολεμαΐδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πτολεμαΐδος. Παλαιότερα ονομαζόταν ΈλοςΚονούφι. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 496 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 32 χλμ. ΒΑ της Έδεσσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεγάλου Αλεξάνδρου. 3. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 479 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται 6 χλμ. ΝΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γομφών. Έως το 1955 ονομαζόταν Στεφανοσαίοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Pella (Makedonien) — Gemeinde Pella (Δήμος Πέλλας) …   Deutsch Wikipedia

  • Ptolemaida — Stadtgemeinde Ptolemaida (1942–2010) Δήμος Πτολεμαΐδας (Πτολεμαΐδα) …   Deutsch Wikipedia

  • Drosero, Kozani — Drosero (Greek: Δροσερό, Bulgarian: Конуй) is a small town located in the Ptolemaida municipal unit, northern Kozani peripheral unit, itself in the Greek region of Macedonia.[1] References ^ …   Wikipedia

  • αγγουριά — (cucumis sativus).Μονοετές ποώδες φυτό, που αριθμεί πολλά είδη με κυριότερα, εκτός από την α., την κόκκινη κολοκυθιά, τη φασολιά και τη φλασκιά. Ο βλαστός του φυτού α. είναι σαρκώδης και δεν μπορεί να στηριχτεί μόνος του, γι’ αυτό αναρριχάται… …   Dictionary of Greek

  • αερινίζω — [αερινός] 1. (συνήθως για τόπους) είμαι ευάερος, δροσερός 2. κάνω κάτι δροσερό, προσφέρω δροσιά, δροσίζω 3. (απροσ.) αερινίζει έχει δροσιά …   Dictionary of Greek

  • αρρωστημένος — η, ο 1. αυτός που έχει αρρωστήσει 2. ο καχεκτικός 3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός 4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές …   Dictionary of Greek

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”